- τρανταχτός
- resounding
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
τρανταχτός — ή, ό, Ν [τραντάζω] 1. αυτός που σείεται, που κουνιέται βίαια, που συγκλονίζεται 2. συγκλονιστικός 3. μτφ. α) πολύ ισχυρός («τρανταχτό επιχείρημα») β) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο («τρανταχτά γέλια») γ) (για πρόσ.) διάσημος («τρανταχτή… … Dictionary of Greek
τρανταχτός — ή, ό επίρρ. ά σειστός, κουνιστός, αυτός που κλονίζει: Τρανταχτά γέλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)